από τον χώρο του στο φβ
© Assimina
πληκτρίζοντας κείμενα δικά μου και άλλων, σε διαδικτυακούς χώρους -επιλογές-
από τον χώρο του στο φβ
© Assimina
Παραμυθητικόν
"Animula, vagula, blandula"
Θα πεθάνω γριά λες;
H ζωή,
αυτή η σκύλα, Σκύλλα και Χάρυβδης
που δίνεται με υπέροχη λατρεία στο τυχαίο
εκτός κι αν πάνω από το σάπιο βόρβορο
πολλαπλής αναίσχυντης τοκογλυφίας
φίδι ωχρό κοιμάσαι
κι αν δεν το ξέρεις θα το μάθεις
τότε η σκύλα σου χαρίζεται
με το πείσμα κουφού και τυφλού ·
και διέφυγες το θάνατο πάλι ηλίθιε ;
μ’ ακούς γυναίκα με τους πόθους
και τα όνειρα από φίλντισι;
σπουδαίοι φορώντας πανοπλίες
ντυμένοι το ψέμα με επιμέλεια
και βιοπορίζονται με πασαλείμματα
και θαρρούν πως δεν τους βλέπουν
θαρρούν πως ο χρόνος είναι τυφλός
μ’ ακούς γυναίκα φίλη μάνα και σύζυγε
Με τα όνειρα από πηλό και σύννεφα;
Με την υπομονή τους βρήκε πάντοτε ο θάνατος
ένας υπάρχει να τον ξεφύγεις τρόπος
να σε πετύχει ανόητο
στη δίνη μιας χρυσοπλούμιστης
απροκάλυπτης έξαψης
Ω σαν πεταλούδα
στο τέλος του καλοκαιριού,όταν
και δε θα ακούσεις το μαύρο ρόχθο του
ούτε το πράσινο ποτάμι της λήθης δε θά δεις
θα σβήσεις σαν μην ήσουν ποτέ
γενναίος αθώος και υπέροχα ανόητος
μ’ακούς γυναίκα με τα παντελόνια της επανάστασης
και τα γυναικεία σου δάκρυα που αλλιώς τα λέμε συνείδηση ;
έτσι θα σβήσεις
Συλλογή Αφροδίτες ( Ανέκδοτη)
© Assimina
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Παρασκευή 15 Νοεμβρίου
Μοιάζουν αδιάφορα όλα και σαν ηττημένα
κι ας καίει αποκάτω η φωτιά
τα ζύγισες τα είδες τα ξανάδες
αστεία αστεία πέρασε μισός αιώνας
στιγμές μεγάλες που δεν πέρασαν
απ' τη μικρή στιγμή που είσαι μα ωστόσο
σε έστειλαν σαν επιζώντα στα μελλούμενα
να ξεχρεώσεις μ' έναν τρόπο
τους πόνους στην κοιλιά της μάνας σου
να μην πας έτσι έχοντας μάθει
πως πολύτιμο είναι το κάθε τι
που αναμετρήθηκε με θάνατο, έστω και των άλλων.
Εκεί σου ανέβηκε άξαφνα η φράση:
Κι ο Διομήδης, πόσο θα ήταν τώρα;
Έτσι ξεκάρφωτο που να ρωτάν οι γύρω
ποιος Διομήδης και πως σου' ρθε τώρα;
Κι εσύ να λες, τίποτα τίποτα, κάτι δικά μου
και να θυμάσαι εκείνο το: ο γιος μου
του πατέρα του, ανήκε στο κόμμα των νεκρών.
Πόσο θα ήταν τώρα ο Διομήδης;
Τα πιο μεγάλα στη ζωή τα σώζουν
κάτι αφηγήσεις μικρές στο τέλος για το θάνατο.
Είδαμε πολύ τέλος στον καιρό μας
κι αν αυτό σε παρηγορεί το τέλος ενός γεγονότος
μπορεί να διαρκέσει πιο πολύ από το γεγονός
γι αυτό και είμαστε ακόμα επιζώντες
που ξεχρεώνουνε της μάνας τους το γάλα
είμαστε η πίστη που αξίζει του ενός
στρατιωτάκια στην ανθρώπινη ευγένεια
κι αυτό δεν θα το παίξει εδώ κανείς
θα πάει μαζί μας όταν θα πεθάνουμε.
[από τον χώρο του στο φβ πριν ένα χρόνο]
© Assimina
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Τρίτη 22 Οκτωβρίου
Κι έπειτα γυρίζω και σε κοιτάζω
όχι πολύ, δεν θα άντεχα το πιο πολύ
έχουμε πάει φαίνεται πολύ πιο μακριά
απότι γράφεται ως ποίημα του έρωτα
κι είναι τα λόγια λίγα που ακολούθησαν
τα χέρια σου είναι χέρια και τα μάτια μάτια σου
κι ο χρόνος που στοιχηματίσαμε ως αντίπαλο
είναι ένα ρόδο εκατόφυλλο που ανθίζει
με το κάθε σου βλέμμα που μου λέει
πως είμαστε μικροί πολύ μικροί μα εκεί
κι όσο αντέχουν οι μικροί μας γίνονται μεγάλα
ρίχνουμε μια ματιά ο ένας στον άλλον
κι έπειτα δες γελάμε γιατί έχουμε φτάσει
να στηρίζουμε τόσο τον κόσμο μάτια με μάτια
που ένα δάκρυ πάει να σκάσει και γυρίζει
εκεί που θα ταν ίσως των δακρύων η πηγή
το στόμα κάτι πάει να πει και χάνεται
είναι τόσο παλιά η λέξη ομορφιά ανάμεσά μας
κι όλα ανάλαφρα σαν φύσημα καπνού
κι είναι δική μου η ευθύνη να τους βγάλω λάμψη
από λόγια λέω που έχω δικαστεί
να ψάχνω εγώ ο εκτός κόσμου μοναχά
για να γυρίζω σ' ένα κόσμο που είναι ο κόσμος σου.
Δεν είναι αγάπη αυτό και που πεινάει εμπόδια
δεν είναι λέξεις που αλυχτάν την απουσία
ψίθυρος είναι μόλις πάνω απ' τη σιωπή
στον τρόμο απ' τα μελλούμενα μια παρουσία.
[από τον χώρο του στο φβ πριν ένα χρόνο]
© Assimina
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ, Σπείρες εξέλιξης
ή προαγωγή πολέμου
27η ΣΠΕΙΡΑ
Πληρώματα
δίχως τροφή, διασκορπισμένα,
δίχως
γη για τους νεκρούς, δίχως ανάπαυλα,
μονάχα
των βομβαρδισμένων οικιών τον ψίθυρο.
Νερά
που βράζουν, χώμα λάσπη, ιαχές κατά τα κέρδη
των
εχθρών και φίλιες αρπακτές κεκαλυμμένες·
χημεία πολέμου.
Εκείνο το πένθος στον άνεμο να αυξάνεται και
να πληθύνεται στους τέσσερεις ορίζοντες
της ασφάλτου· το λιβάνι, το κερί, τ’ αρώματα
του πόνου, η φωτιά, η κάπνα, η ομίχλη
της πόλεως· χρώμα τρωκτικών· μόλυβδου
μνημοσύνη.
Κι οι συριγμοί, καν σούρσιμο, καν ψίθυρος,
ηχώ από σάρωθρα στην σκόνη· αυτή η αφή ενός
αόρατου κάτι που με κρατάει ξάγρυπνο·
ορθοστασία και γνώση· πείσμα.
Ένα μυστήριο η απαντοχή καθώς το ιώδες
φουστάνι στα ριζά των λιόδεντρων, στους σκίνους
λέγεται ανεμώνες, ή τελευταίο χιόνι.
Στοχάζομαι νεαρά Βίβλο να συλλαβίζει καινόν
γενέσεως: κεφάλαιο α΄, στίχος 1ος: από
του μηδενός η ελπίδα μου.
© Assimina
*
από τον χώρο της στο fb σαν σήμερα πριν ένα χρόνο
με την άδειά της
© Assimina
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Συμβαίνει πως μπαίνω σε ραφτάδικα και σινεμάδες
μαραμένος, αδιαπέραστος, σαν ένας κύκνος από τσόχα
πλέοντας σ’ ένα νερό από καταγωγή και στάχτη.
Η οσμή από τα κομμωτήρια με κάνει να κλαίω με κραυγές.
Μονάχα θέλω μια ξεκούραση από πέτρες ή από μαλλί,
μονάχα θέλω να μη βλέπω καταστήματα και κήπους,
ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.
Συμβαίνει πως κουράζομαι απ’ τα πόδια και τα νύχια μου
κι απ’ τα μαλλιά και τη σκιά μου.
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Όμως θα ήταν νόστιμο
να τρομάξω ένα συμβολαιογράφο μ’ έναν κομμένο κρίνο
ή θάνατο να δώσω σ’ ένα μοναχό μ’ ένα χτύπημα του αυτιού.
Θα ‘ταν ωραίο
να πηγαίνω στους δρόμους μ’ ένα μαχαίρι πράσινο
και βγάζοντας κραυγές ως να πεθάνω από το κρύο.
Δεν θέλω άλλο να ‘μαι ρίζα μες στις καταχνιές,
αβέβαιος, απλωμένος, τρέμοντας από όνειρο,
προς τα κάτω, στα μουσκεμένα έντερα της γης,
απορροφημένος, σκεπτικός, τρώγοντας κάθε μέρα.
Δεν θέλω για μένα τόσες δυστυχίες.
Δεν θέλω να συνεχίσω από ρίζα κι από τάφο,
από υπόγειο μόνος, από κελάρι με νεκρούς,
κοκαλωμένος, να πεθαίνω από πόνο.
Γι αυτό η Δευτέρα καίγεται σαν το πετρέλαιο
όταν με βλέπει να ‘ρχομαι με πρόσωπο από φυλακή,
κι ουρλιάζει στο πέρασμά της σαν μια ρόδα πληγωμένη,
και κάνει βήματα από ζεστό αίμα προς τη νύχτα.
Και με σπρώχνει σε κάποιες γωνιές, σε κάποια υγρά σπίτια,
σε νοσοκομεία όπου τα οστά βγαίνουν στο παράθυρο,
σε κάποια παπουτσάδικα με οσμή από ξύδι,
σε δρόμους φοβερούς σαν ουλές.
Υπάρχουνε πουλιά σε χρώμα από θειάφι και τρομεροί απροορισμοί
κρεμασμένοι από τις πόρτες των σπιτιών που μισώ,
υπάρχουν οδοντοστοιχίες ξεχασμένες σε μια καφετιέρα,
υπάρχουνε καθρέφτες
που θα ‘πρεπε να κλαίγανε από ντροπή και φόβο,
υπάρχουνε ομπρέλες σ’ όλα τα μέρη, και δηλητήρια, κι υποχρεώσεις.
Εγώ περνάω με ηρεμία, με μάτια, με παπούτσια,
με μανία, με λησμονιά,
περνάω, διασχίζοντας γραφεία και μαγαζιά ορθοπεδικής,
και αυλές όπου υπάρχουν ρούχα κρεμασμένα απόνα σύρμα:
σώβρακα, πετσέτες και πουκάμισα που κλαίνε
αργά βρώμικα δάκρυα.
Μετάφραση: Β. Λαλιώτης
από τον χώρο στο φβ του μεταφραστή
σαν σήμερα, πέρυσι
© Assimina